- τοπείο(ν)
- το см. τοπίο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοπείο — (I) το, Ν (δ. γρφ.) βλ. τοπίο. (II) το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α νεοελλ. ναυτ. τα ξάρτια πλοίου αρχ. σχοινί, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] … Dictionary of Greek
τοπήιον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. τοπείο … Dictionary of Greek
τοπίο — και εσφ. γρφ τοπείο, το, Ν 1. υπαίθρια γραφική τοποθεσία 2. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοποθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπιον, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek